Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpermeànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [permeˈantsa] 1 διαποτισμός 2 διείσδυση 3 μαγνητική διαπερατότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |