Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


permanganàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [permangaˈnato]

υπερμαγγανικό άλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permanere permeabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permanente (θηλ.ουσ)
permanente (επίθ.)
permanentemente (επίρ.)
permanenza (θηλ.ουσ)
permanere (ρ.αμτβ.)
permanganato (ουσ αρσ )
permeabile (επίθ.)
permeabilità (θηλ.ουσ)
permeanza (θηλ.ουσ)
permeare (ρ. μτβ.)
permeasi (θηλ.ουσ)
permeazione (θηλ.ουσ)
permesso (αρσ. επίθ και ουσ)
permettere (ρ. μτβ.)
permettersi (ρ.μ. (αντων.))
permiano (ουσ αρσ )
permiano (επίθ.)
permico (ουσ αρσ )
permico (επίθ.)
permissibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---