Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpermanènte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [permaˈnɛnte] στάσιμο κύμα permanènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [permaˈnɛnte] 1 μόνιμος (-η, -ο), διαρκής (-ής, -ές) 2 το περμανάντ, η περμανάντ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |