Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperméttere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [perˈmettere] επιτρέπω permettersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [perˈmettersi] 1 (potersi permettere) έχω την δυνατότητα 2 (osare) παίρνω το θάρρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |