Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


permutàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [permuˈtare]

1 αντιμεταθέτω (μαθηματικά)
2 διαμείβομαι
3 συνδυάζω με όλους τους τρόπους
4 μεταθέτω (μαθηματικά)
5 εμπορεύομαι με ανταλλαγή
6 ανταλλάσσω
7 ανταποδίδω
8 ανταλλάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permutabilità permutatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permissivista (ουσ αρσ και θηλ.)
permissivo (επίθ.)
permuta (θηλ.ουσ)
permutabile (επίθ.)
permutabilità (θηλ.ουσ)
permutare (ρ. μτβ.)
permutatore (ουσ αρσ )
permutazione (θηλ.ουσ)
pernacchia (θηλ.ουσ)
pernice (θηλ.ουσ)
perniciosa (θηλ.ουσ)
perniciosità (θηλ.ουσ)
pernicioso (επίθ.)
perniciotto (ουσ αρσ )
pernio (ουσ αρσ )
perno (ουσ αρσ )
pernottamento (ουσ αρσ )
pernottare (ρ.αμτβ.)
pero (ουσ αρσ )
però (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---