Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


permanére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [permaˈnere]

1 μένω
2 απομένω
3 παραμένω
4 διατελώ
5 διαρκώ
6 παραμένω σταθερός
7 συνεχίζω
8 εμμένω
9 επιμένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permanenza permanganato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permaloso (επίθ.)
permanente (θηλ.ουσ)
permanente (επίθ.)
permanentemente (επίρ.)
permanenza (θηλ.ουσ)
permanere (ρ.αμτβ.)
permanganato (ουσ αρσ )
permeabile (επίθ.)
permeabilità (θηλ.ουσ)
permeanza (θηλ.ουσ)
permeare (ρ. μτβ.)
permeasi (θηλ.ουσ)
permeazione (θηλ.ουσ)
permesso (αρσ. επίθ και ουσ)
permettere (ρ. μτβ.)
permettersi (ρ.μ. (αντων.))
permiano (ουσ αρσ )
permiano (επίθ.)
permico (ουσ αρσ )
permico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---