Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


periziatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perittsjaˈtore]

1 αυτός που βάζει χάντικαπ
2 συναγωνιζόμενος με χάντικαπ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  periziare perizoma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peritonite (θηλ.ουσ)
perittero (επίθ.)
perituro (επίθ.)
perizia (θηλ.ουσ)
periziare (ρ. μτβ.)
periziatore (ουσ αρσ )
perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---