Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perlìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈlifero]

μαργαριτοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perlato perlina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)
permalosità (θηλ.ουσ)
permaloso (ουσ αρσ )
permaloso (επίθ.)
permanente (θηλ.ουσ)
permanente (επίθ.)
permanentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---