Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perlàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈlaʧeo]

1 μαργαρώδης
2 σεντεφένιος
3 μαργαριταρένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perla perlaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perizia (θηλ.ουσ)
periziare (ρ. μτβ.)
periziatore (ουσ αρσ )
perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)
permalosità (θηλ.ουσ)
permaloso (ουσ αρσ )
permaloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---