Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perlàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈlajo]

1 εργάτης μαργαριταριών
2 έμπορος μαργαριταριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perlaceo perlato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

periziare (ρ. μτβ.)
periziatore (ουσ αρσ )
perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)
permalosità (θηλ.ουσ)
permaloso (ουσ αρσ )
permaloso (επίθ.)
permanente (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---