Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperizòma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peridˈdzɔma] 1 πανί-κάλυμμα γεννητικών οργάνων 2 περίζωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |