Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peripatètico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [peripaˈtɛtiko]

1 περιπατητικός
2 αριστοτέλειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peripatetica peripezia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

periodonto (ουσ αρσ )
periosteo (επίθ.)
periostio (ουσ αρσ )
periostite (θηλ.ουσ)
peripatetica (θηλ.ουσ)
peripatetico (αρσ. επίθ και ουσ)
peripezia (θηλ.ουσ)
periplo (ουσ αρσ )
periptero (επίθ.)
perire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
periscopico (επίθ.)
periscopio (ουσ αρσ )
perispomeno (επίθ.)
perissodattili (ουσ αρσ πληθ.)
peristalsi (θηλ.ουσ)
peristaltico (επίθ.)
peristilio (ουσ αρσ )
peritale (επίθ.)
peritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
perito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---