Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperiodicaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [periodikaˈmente] 1 κατά τακτά διαλείμματα 2 περιοδικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |