Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perforatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]

1 διατρητική συσκευή
2 χειριστής διατρητικής συσκευής
3 διατρητική μηχανή

perforatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]

διατρητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perforato perforatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perforabile (επίθ.)
perforamento (ουσ αρσ )
perforante (αρσ. επίθ και ουσ)
perforare (ρ. μτβ.)
perforato (αρσ. επίθ και ουσ)
perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
perforatrice (θηλ.ουσ)
perforatura (θηλ.ουσ)
perforazione (θηλ.ουσ)
perfosfato (ουσ αρσ )
perfusione (θηλ.ουσ)
pergamena (θηλ.ουσ)
pergamenaceo (επίθ.)
pergamenato (επίθ.)
pergamo (ουσ αρσ )
pergola (θηλ.ουσ)
pergolato (ουσ αρσ )
periadenite (θηλ.ουσ)
perianzio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---