Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperforaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [perforaˈmento] 1 τρύπημα 2 τρυπάνισμα 3 τρήσις 4 τρυπανισμός 5 άνοιγμα τρύπας 6 διατρύπηση 7 τριβέλισμα 8 σουβλιά 9 διάτρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |