Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perfìno  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [perˈfino]

προσέτι, ακόμα και


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perfido perforabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perfezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perfezionistico (επίθ.)
perfidamente (επίρ.)
perfidia (θηλ.ουσ)
perfido (επίθ.)
perfino (επίρ.)
perforabile (επίθ.)
perforamento (ουσ αρσ )
perforante (αρσ. επίθ και ουσ)
perforare (ρ. μτβ.)
perforato (αρσ. επίθ και ουσ)
perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
perforatrice (θηλ.ουσ)
perforatura (θηλ.ουσ)
perforazione (θηλ.ουσ)
perfosfato (ουσ αρσ )
perfusione (θηλ.ουσ)
pergamena (θηλ.ουσ)
pergamenaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---