Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perfezionìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perfettsjoˈnizmo]

1 τελειομανία
2 τελειοθηρία
3 περφεξιονισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perfezione perfezionista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perfezionare (ρ. μτβ.)
perfezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
perfezionativo (επίθ.)
perfezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perfezione (θηλ.ουσ)
perfezionismo (ουσ αρσ )
perfezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perfezionistico (επίθ.)
perfidamente (επίρ.)
perfidia (θηλ.ουσ)
perfido (επίθ.)
perfino (επίρ.)
perforabile (επίθ.)
perforamento (ουσ αρσ )
perforante (αρσ. επίθ και ουσ)
perforare (ρ. μτβ.)
perforato (αρσ. επίθ και ουσ)
perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
perforatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---