Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perennità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perenniˈta]

1 παντοτινή διάρκεια
2 αφθαρσία
3 αθανασία
4 αιωνιότητα
5 διηνεκές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perennemente perento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
perfetto (ουσ αρσ )
perfetto (επίθ.)
perfezionabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---