Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperennità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perenniˈta] 1 παντοτινή διάρκεια 2 αφθαρσία 3 αθανασία 4 αιωνιότητα 5 διηνεκές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |