Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperegrinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [peregrinatˈtsjone] 1 τριγύρισμα 2 άσκοπη μετακίνηση 3 περιοδεία 4 περιπλάνηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |