Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperdurévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [perduˈrevole] 1 άπαυτος 2 χρόνιος 3 συνεχής 4 ασταμάτητος 5 διαρκής 6 στέρεος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |