Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperegrìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [pereˈgrino] 1 παράξενος 2 ιδιόμορφος 3 περίεργος 4 παράδοξος 5 μοναδικός 6 ιδιόρρυθμος 7 ξεχωριστός 8 σπάνιος 9 ασυνήθιστος 10 εξαιρετικός 11 παρατραβηγμένος 12 ιδιαίτερος 13 εξαιρετικός σε είδος του permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |