Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peregrìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pereˈgrino]

1 παράξενος
2 ιδιόμορφος
3 περίεργος
4 παράδοξος
5 μοναδικός
6 ιδιόρρυθμος
7 ξεχωριστός
8 σπάνιος
9 ασυνήθιστος
10 εξαιρετικός
11 παρατραβηγμένος
12 ιδιαίτερος
13 εξαιρετικός σε είδος του


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peregrinità perenne  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---