Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peregrinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [peregriˈnare]

1 περιπλανιέμαι
2 περιπλανώμαι
3 τριγυρίζω
4 πλανιέμαι
5 περιέρχομαι
6 περιφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perduto peregrinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perduellione (θηλ.ουσ)
perdurare (ρ.αμτβ.)
perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---