Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperenneménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [perenneˈmente] 1 διηνεκώς 2 παντοτινά 3 αιωνίως 4 αενάως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |