Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perenneménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [perenneˈmente]

1 διηνεκώς
2 παντοτινά
3 αιωνίως
4 αενάως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perenne perennità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
perfetto (ουσ αρσ )
perfetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---