Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perentòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perenˈtɔrjo]

1 τελικός
2 ανένδοτος
3 αυταρχικός
4 επιτακτικός
5 αδήριτος
6 προστακτικός
7 οριστικός
8 ανέκκλητος
9 αυθαίρετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perentorietà perenzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
perfetto (ουσ αρσ )
perfetto (επίθ.)
perfezionabile (επίθ.)
perfezionabilità (θηλ.ουσ)
perfezionamento (ουσ αρσ )
perfezionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---