Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perduellióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perduelˈljone]

προδοσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perdono perdurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdizione (θηλ.ουσ)
perdonabile (επίθ.)
perdonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))
perdono (ουσ αρσ )
perduellione (θηλ.ουσ)
perdurare (ρ.αμτβ.)
perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---