Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percorrènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perkorˈrɛntsa]

η διαδρομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percolazione percorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)
perdere (ρ. μτβ.)
perdersi (ρ.μ. (αντων.))
perdiana (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---