Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpercuòtere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [perˈkwɔtere] 1 ενοχλώ μονίμως 2 ενοχλώ 3 εκνευρίζω 4 καταστρέφω 5 κατατροπώνω 6 ρημάζω 7 λεηλατώ 8 τύπτω 9 πλήττω 10 χτυπώ 11 χτυπώ με χέρι ή αντικείμενο 12 καταπονώ 13 θλίβω 14 στενοχωρώ 15 συγκινώ 16 συνταράζω ψυχικά percuotersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [perˈkwɔtersi] χτυπιέμαι (ο ένας με τον άλλο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |