Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperdènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perˈdɛnte] άνθρωπος που συνήθως χάνει perdènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [perˈdɛnte] 1 χαμένος 2 αυτός που χάνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |