Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perdènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perˈdɛnte]

άνθρωπος που συνήθως χάνει

perdènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈdɛnte]

1 χαμένος
2 αυτός που χάνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percussore perdere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)
perdere (ρ. μτβ.)
perdersi (ρ.μ. (αντων.))
perdiana (επιφ.)
perdigiorno (ουσ αρσ και θηλ.)
perdinci (επιφ.)
perdindirindina (επιφ.)
perdio (επιφ.)
perdita (θηλ.ουσ)
perditempo (ουσ αρσ και θηλ.)
perditore (ουσ αρσ )
perdizione (θηλ.ουσ)
perdonabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---