Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrdere]

1 (essere battuto) χάνω
2 (colare) στάζω

pèrdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrdere]

(smarrire) χάνω

perdersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrdersi]

1 χάνομαι
2 απόλλυμαι
3 χάνω επαφή
4 εξαφανίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perdente perdiana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lascia perdere! = δε βαριέσε || perdere la voglia di vivere = παραιτούμαι απ' τη ζωή || perdere tempo = χάνω τον καιρό μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)
perdere (ρ. μτβ.)
perdersi (ρ.μ. (αντων.))
perdiana (επιφ.)
perdigiorno (ουσ αρσ και θηλ.)
perdinci (επιφ.)
perdindirindina (επιφ.)
perdio (επιφ.)
perdita (θηλ.ουσ)
perditempo (ουσ αρσ και θηλ.)
perditore (ουσ αρσ )
perdizione (θηλ.ουσ)
perdonabile (επίθ.)
perdonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---