Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percòssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perˈkɔssa]

1 χτύπημα
2 πλήγμα
3 κρούση
4 βάρεμα
5 βαρεμός
6 κτύπημα
7 καταφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percorso percuotere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)
perdere (ρ. μτβ.)
perdersi (ρ.μ. (αντων.))
perdiana (επιφ.)
perdigiorno (ουσ αρσ και θηλ.)
perdinci (επιφ.)
perdindirindina (επιφ.)
perdio (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---