Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpercolazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perkolatˈtsjone] 1 διύλιση 2 φιλτράρισμα 3 εξαντλητική εκχύλιση 4 διήθηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |