Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [perkoˈlare]

1 φιλτράρω
2 στραγγίζω
3 σουρώνω
4 σταλάζω
5 διυλίζω
6 λαμπικάρω
7 διηθώ
8 εκχυλίζω (εξαντλητικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percloruro percolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---