Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perciò  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [perˈʧɔ]

γι' αυτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perché perclorato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


perciò = γι' αυτό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)
perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---