Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percolatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [perkolaˈtore]

διάταξη εκχύλισης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percolare percolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)
percuotere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percussione (θηλ.ουσ)
percussore (αρσ. επίθ και ουσ)
perdente (ουσ αρσ και θηλ.)
perdente (επίθ.)
perdere (ρ.αμτβ.)
perdere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---