Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perché  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈke]

1 αιτία
2 κίνητρο
3 το γιατί

perché  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [perˈke]

1 (nelle domande) γιατί
2 (nelle risposte) γιατί, διότι
3 (affinché) γιά να

perché  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [perˈke]

γιατί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percezione perciò  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)
perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
percolazione (θηλ.ουσ)
percorrenza (θηλ.ουσ)
percorrere (ρ. μτβ.)
percorribile (επίθ.)
percorso (αρσ. επίθ και ουσ)
percossa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---