Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpercettìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perʧetˈtiva] 1 ευαισθησία 2 αίσθηση 3 παρατηρητικότητα 4 οξύνοια 5 αντίληψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |