Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percepìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [perʧeˈpire]

1 διαβλέπω
2 βλέπω
3 αισθάνομαι
4 συνειδητοποιώ
5 εισπράττω επιταγή
6 εξαργυρώνω
7 εισπράττω
8 ξεχωρίζω
9 παρατηρώ
10 διακρίνω
11 αντιλαμβάνομαι
12 διαισθάνομαι
13 εννοώ
14 διορώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percepibile percettibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percento (αρσ. επίθ και ουσ)
percentuale (θηλ.ουσ)
percentuale (επίθ.)
percentualizzare (ρ. μτβ.)
percepibile (επίθ.)
percepire (ρ. μτβ.)
percettibile (επίθ.)
percettibilità (θηλ.ουσ)
percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)
perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---