Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percepìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perʧeˈpibile]

1 αισθητός
2 εισπρακτέος
3 πληρωτέος
4 διανοητός
5 αντιληπτός
6 οφειλόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percentualizzare percepire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percalle (ουσ αρσ )
percento (αρσ. επίθ και ουσ)
percentuale (θηλ.ουσ)
percentuale (επίθ.)
percentualizzare (ρ. μτβ.)
percepibile (επίθ.)
percepire (ρ. μτβ.)
percettibile (επίθ.)
percettibilità (θηλ.ουσ)
percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)
perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---