Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percènto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈʧɛnto]

1 ποσοστιαία αναλογία
2 ποσοστό επί τοις εκατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percalle percentuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perbene (επίθ.)
perbene (επίρ.)
perbenismo (ουσ αρσ )
perborato (ουσ αρσ )
percalle (ουσ αρσ )
percento (αρσ. επίθ και ουσ)
percentuale (θηλ.ουσ)
percentuale (επίθ.)
percentualizzare (ρ. μτβ.)
percepibile (επίθ.)
percepire (ρ. μτβ.)
percettibile (επίθ.)
percettibilità (θηλ.ουσ)
percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---