Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perbenìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perbeˈnizmo]

1 καθωσπρεπισμός
2 ευπρεπισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perbene perborato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peracido (ουσ αρσ )
peraltro (επίρ.)
perbacco (επιφ.)
perbene (επίθ.)
perbene (επίρ.)
perbenismo (ουσ αρσ )
perborato (ουσ αρσ )
percalle (ουσ αρσ )
percento (αρσ. επίθ και ουσ)
percentuale (θηλ.ουσ)
percentuale (επίθ.)
percentualizzare (ρ. μτβ.)
percepibile (επίθ.)
percepire (ρ. μτβ.)
percettibile (επίθ.)
percettibilità (θηλ.ουσ)
percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---