Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


percettibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perʧettibiliˈta]

1 αντιληπτότητα
2 αισθητότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  percettibile percettiva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percentuale (επίθ.)
percentualizzare (ρ. μτβ.)
percepibile (επίθ.)
percepire (ρ. μτβ.)
percettibile (επίθ.)
percettibilità (θηλ.ουσ)
percettiva (θηλ.ουσ)
percettività (θηλ.ουσ)
percettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
percettore (αρσ. επίθ και ουσ)
percezione (θηλ.ουσ)
perché (ουσ αρσ )
perché (σύνδ.)
perché (επίρ.)
perciò (σύνδ.)
perclorato (ουσ αρσ )
perclorico (επίθ.)
percloruro (ουσ αρσ )
percolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percolatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---