Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patteggiàre (ρ. μτβ.) pauperizzàre (ρ. μτβ.)
patteggiatóre (ουσ αρσ ) pauperizzazióne (θηλ.ουσ)
pattinàggio (ουσ αρσ ) paùra (θηλ.ουσ)
pattinàre (ρ.αμτβ.) paurosaménte (επίρ.)
pattinatóio (ουσ αρσ ) pauróso (επίθ.)
pattinatóre (ουσ αρσ ) pàusa (θηλ.ουσ)
pàttino (ουσ αρσ ) pavàna (θηλ.ουσ)
pattìno (ουσ αρσ ) pavé (ουσ αρσ )
pàtto (ουσ αρσ ) paventàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pattùglia (θηλ.ουσ) paventóso (επίθ.)
pattugliaménto (ουσ αρσ ) pavesàre (ρ. μτβ.)
pattugliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pavesàta (θηλ.ουσ)
pattugliatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pavése (ουσ αρσ )
pattuìre (ρ. μτβ.) pavése (επίθ.)
pattuìto (ουσ αρσ ) pavidaménte (επίρ.)
pattuìto (επίθ.) pàvido (επίθ.)
pattuizióne (θηλ.ουσ) pavimentàle (επίθ.)
pattùme (ουσ αρσ ) pavimentàre (ρ. μτβ.)
pattumièra (θηλ.ουσ) pavimentatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
patullare (ρ. μτβ.) pavimentatrìce (θηλ.ουσ)
patullàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) pavimentazióne (θηλ.ουσ)
patùrnia (θηλ.ουσ) pavimentìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
patùrnie (θηλ. ουσ πληθ.) paviménto (ουσ αρσ )
pauperìsmo (ουσ αρσ ) pavimentóso (επίθ.)
pauperìstico (επίθ.) pavoncèlla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: