Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pattùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patˈtume]

1 βούρκος
2 βόρβορος
3 σαπίλα
4 λάσπη
5 φρόκαλο
6 απόρριμμα
7 σκουπίδι
8 σκύβαλο
9 ακαθαρσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pattuizione pattumiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pattugliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pattuire (ρ. μτβ.)
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
pattuizione (θηλ.ουσ)
pattume (ουσ αρσ )
pattumiera (θηλ.ουσ)
patullare (ρ. μτβ.)
patullarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
paturnia (θηλ.ουσ)
paturnie (θηλ. ουσ πληθ.)
pauperismo (ουσ αρσ )
pauperistico (επίθ.)
pauperizzare (ρ. μτβ.)
pauperizzazione (θηλ.ουσ)
paura (θηλ.ουσ)
paurosamente (επίρ.)
pauroso (επίθ.)
pausa (θηλ.ουσ)
pavana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---