pattuìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pattuˈito]
1 σύμβαση
2 συνθήκη
3 συμφωνία
4 όροι σύμβασης που έχουν γίνει αποδεκτοί
pattuìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pattuˈito]
1 προδιαγραμμένος σε σύμβαση
2 σταθερός
3 κανονισμένος
4 συνομολογημένος
5 συμφωνημένος με σύμβαση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pattuˈito]
1 σύμβαση
2 συνθήκη
3 συμφωνία
4 όροι σύμβασης που έχουν γίνει αποδεκτοί
pattuìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pattuˈito]
1 προδιαγραμμένος σε σύμβαση
2 σταθερός
3 κανονισμένος
4 συνομολογημένος
5 συμφωνημένος με σύμβαση
permalink
pattuito (ουσ αρσ )
pattuito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android