Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pauperizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pawperiddzatˈtsjone]

1 σταδιακό φτώχεμα
2 εξαθλίωση οικονομική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pauperizzare paura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paturnia (θηλ.ουσ)
paturnie (θηλ. ουσ πληθ.)
pauperismo (ουσ αρσ )
pauperistico (επίθ.)
pauperizzare (ρ. μτβ.)
pauperizzazione (θηλ.ουσ)
paura (θηλ.ουσ)
paurosamente (επίρ.)
pauroso (επίθ.)
pausa (θηλ.ουσ)
pavana (θηλ.ουσ)
pavé (ουσ αρσ )
paventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paventoso (επίθ.)
pavesare (ρ. μτβ.)
pavesata (θηλ.ουσ)
pavese (ουσ αρσ )
pavese (επίθ.)
pavidamente (επίρ.)
pavido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---