Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pavé  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈve]

1 λιθόστρωτο
2 καλντερίμι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pavana paventare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paura (θηλ.ουσ)
paurosamente (επίρ.)
pauroso (επίθ.)
pausa (θηλ.ουσ)
pavana (θηλ.ουσ)
pavé (ουσ αρσ )
paventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paventoso (επίθ.)
pavesare (ρ. μτβ.)
pavesata (θηλ.ουσ)
pavese (ουσ αρσ )
pavese (επίθ.)
pavidamente (επίρ.)
pavido (επίθ.)
pavimentale (επίθ.)
pavimentare (ρ. μτβ.)
pavimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pavimentatrice (θηλ.ουσ)
pavimentazione (θηλ.ουσ)
pavimentista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---