Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pavése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈvese], [paˈveze]

1 κάτοικος της Παβίας
2 σημαιοστολισμός

pavése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈvese], [paˈveze]

ο της Παβίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pavesata pavidamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pavé (ουσ αρσ )
paventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paventoso (επίθ.)
pavesare (ρ. μτβ.)
pavesata (θηλ.ουσ)
pavese (ουσ αρσ )
pavese (επίθ.)
pavidamente (επίρ.)
pavido (επίθ.)
pavimentale (επίθ.)
pavimentare (ρ. μτβ.)
pavimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pavimentatrice (θηλ.ουσ)
pavimentazione (θηλ.ουσ)
pavimentista (ουσ αρσ και θηλ.)
pavimento (ουσ αρσ )
pavimentoso (επίθ.)
pavoncella (θηλ.ουσ)
pavone (ουσ αρσ )
pavoneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---