Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paviménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paviˈmento]

το πάτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pavimentista pavimentoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pavimentare (ρ. μτβ.)
pavimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pavimentatrice (θηλ.ουσ)
pavimentazione (θηλ.ουσ)
pavimentista (ουσ αρσ και θηλ.)
pavimento (ουσ αρσ )
pavimentoso (επίθ.)
pavoncella (θηλ.ουσ)
pavone (ουσ αρσ )
pavoneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pavonessa (θηλ.ουσ)
pazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paziente (ουσ αρσ )
paziente (επίθ.)
pazientemente (επίρ.)
pazienza (θηλ.ουσ)
pazzamente (επίρ.)
pazzeggiare (ρ.αμτβ.)
pazzerello (ουσ αρσ )
pazzerello (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---