Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paziènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patˈtsjɛnte]

ο ασθενής

paziènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patˈtsjɛnte]

υπομονητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pazientare pazientemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pavoncella (θηλ.ουσ)
pavone (ουσ αρσ )
pavoneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pavonessa (θηλ.ουσ)
pazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paziente (ουσ αρσ )
paziente (επίθ.)
pazientemente (επίρ.)
pazienza (θηλ.ουσ)
pazzamente (επίρ.)
pazzeggiare (ρ.αμτβ.)
pazzerello (ουσ αρσ )
pazzerello (επίθ.)
pazzerellone (ουσ αρσ )
pazzerellone (επίθ.)
pazzesco (επίθ.)
pazzia (θηλ.ουσ)
pazzo (ουσ αρσ )
pazzo (επίθ.)
pazzoide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---