Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpattso]

ο τρελός (-ή)

pàzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpattso]

τρελός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pazzia pazzoide  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pazzo [αρσ.] da legare = ο τρελός γιά δέσιμο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pazzerello (επίθ.)
pazzerellone (ουσ αρσ )
pazzerellone (επίθ.)
pazzesco (επίθ.)
pazzia (θηλ.ουσ)
pazzo (ουσ αρσ )
pazzo (επίθ.)
pazzoide (ουσ αρσ )
pazzoide (επίθ.)
peana (ουσ αρσ )
pecan (ουσ αρσ )
pecari (ουσ αρσ )
pecca (θηλ.ουσ)
peccabile (επίθ.)
peccabilità (θηλ.ουσ)
peccaminosamente (επίρ.)
peccaminosità (θηλ.ουσ)
peccaminoso (επίθ.)
peccare (ρ.αμτβ.)
peccato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---